- συνηθεία
- συνηθείᾱ , συνήθειαhabitual intercoursefem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνηθείᾳ — συνηθείᾱͅ , συνήθεια habitual intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήθεια — habitual intercourse fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήθεια — η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α [συνήθης] 1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση τού σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις… … Dictionary of Greek
συνήθεια — η 1. η τάση που απόκτησε κάποιος με την επανάληψη της ίδιας ενέργειας και με τον ίδιο τρόπο: Δεν αλλάζει εύκολα συνήθειες. – Του έγινε συνήθεια να ξυπνά πολύ πρωί. 2. έθιμο: Δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις συνήθειες αυτού του τόπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνηθείας — συνηθείᾱς , συνήθεια habitual intercourse fem acc pl συνηθείᾱς , συνήθεια habitual intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονυχοφαγία — Συνήθεια να δαγκώνει κανείς τα νύχια του, συχνή μεταξύ των παιδιών, η οποία μπορεί να έχει παθολογική σημασία νευρωσικού τύπου, όταν παρουσιάζεται μαζί με άλλα συμπτώματα της πάθησης. Μερικές φορές παρατείνεται και κατά την ενηλικίωση και μπορεί… … Dictionary of Greek
συνήθει' — συνήθεια , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc sg συνήθειαι , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνήθεια — συνήθεια , συνήθεια habitual intercourse fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηθείαι — συνηθείᾱͅ , συνήθεια habitual intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηθειῶν — συνήθεια habitual intercourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)